- επιτροπικός
- -ή, -ό (AM ἐπιτροπικός, -ή, -όν) [επίτροπος]μσν.- νεοελλ.1. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιτροπική, τὸ ἐπιτροπικόνα) η δικαιοδοσία, η εξουσία τού επιτρόπου, εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότηταβ) το έγγραφο με το οποίο διορίζεται κάποιος επίτροποςαρχ.-μσν.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίτροπο ή στην εξουσία του («ἐπιτροπικούς τινας νόμους... τιθέναι», Πλάτ.)2. αυτός που εκτελεί καθήκοντα επιτρόπου (procurator).επίρρ...επιτροπικώςμε επιτροπεία, με εντολή, με εξουσιοδότηση, με επιτροπική εξουσία.
Dictionary of Greek. 2013.